νουθετητικος

νουθετητικος
    νουθετητικός
    3
    увещевательный, поучающий, наставительный
    

(λόγοι Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νουθετητικος" в других словарях:

  • νουθετητικός — νουθετητικός, ή, όν (Α) [νουθετητής] παραινετικός, συμβουλευτικός («διὰ λόγον νουθετητικόν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • νουθετητικός — monitory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετητικά — νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc pl νουθετητικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc/acc dual νουθετητικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετικά — νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc pl νουθετικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc/acc dual νουθετικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc sg (doric aeolic) νουθετικός neut nom/voc/acc pl νουθετικά̱ , νουθετικός fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετητικῶν — νουθετητικός monitory fem gen pl νουθετητικός monitory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετητικόν — νουθετητικός monitory masc acc sg νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετικῶν — νουθετητικός monitory fem gen pl νουθετητικός monitory masc/neut gen pl νουθετικός fem gen pl νουθετικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετικόν — νουθετητικός monitory masc acc sg νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc sg νουθετικός masc acc sg νουθετικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετικώτατα — νουθετητικός monitory adverbial superl νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc superl pl νουθετικός adverbial superl νουθετικός neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετητικαῖς — νουθετητικός monitory fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουθετητική — νουθετητικός monitory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»